ολοτελώς

ολοτελώς
(ΑΜ ὁλοτελῶς)
επίρρ. βλ. ολοτελής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁλοτελῶς — ὁλοτελής quite complete adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολοτελής — ές (ΑΜ ὁλοτελής, ές) πλήρης, τέλειος, εντελής. επίρρ... ολοτελώς (ΑΜ ὁλοτελῶς) καθ ολοκληρίαν, εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + τελής (< τέλος), πρβλ. νεο τελής] …   Dictionary of Greek

  • вьсеконьчьнеѥ — (1*) нар. Полностью, всецело: Дадимъ что ѹбо прочее сами себе бра(т)е. всеконечнее молю вы сѩ на предлежащее. б҃видѣнье ѹскоримъ подвигнутисѩ. (ὁλοτελῶς) ФСт XIV, 183а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ολότελα — επίρρ. 1. εντελώς, καθ ολοκληρίαν 2. φρ. «απ το ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα» αν κάποιος δεν μπορεί να επιτύχει το επιθυμητό, πρέπει να αρκείται στο εφικτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολοτελώς, κατά τα επιρρ. σε α] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”